βραχύκαννος

βραχύκαννος
ος , ον короткоствольный (о ружье)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "βραχύκαννος" в других словарях:

  • βραχύκαννος — η, ο (για όπλα) 1. αυτός που έχει κοντή κάννη 2. το ουδ. ως ουσ. βραχύκαννο, το μικρό τουφέκι …   Dictionary of Greek

  • βραχύκαννος — η, ο αυτός που έχει κοντή κάννη: Παλαιότερα υπήρχαν βραχύκαννα τουφέκια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βραχυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς. Πρώτο συνθετικό λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την σε όγκο, μήκος, έκταση ή ποσό βραχύτητα. Πρβλ. βραχυδάκτυλος, βραχυκέφαλος, βραχύπτερος, βραχυσκελής αρχ. βραχύλογος και βραχυλόγος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»